Για τη μελέτη Τι είναι αισθητική; του καθηγητή φιλοσοφίας της τέχνης Marc Jimenez (εκδ. Νεφέλη)
Της Μαρίας Γιαγιάννου
Η «Ολυμπία» του Manet δεν αρέσει καθόλου στον Marx. Ο καλλιτέχνης και ο φιλόσοφος πεθαίνουν (την ίδια χρονιά: 1883), μα η γυναίκα που τους χωρίζει ζει ακόμα, τυλιγμένη προστατευτικά στις αισθητικές θεωρίες που υφάνθηκαν για χάρη της. Πώς εξάλλου θα μπορούσε ο θεωρητικός του Κεφαλαίου, που βρίσκει στην αρχαία ελληνική τέχνη την μοναδική εκπληκτική εξαίρεση στη θεωρία του –σύμφωνα με την οποία η υλική και η καλλιτεχνική παραγωγή μιας κοινωνίας λογικά συμβαδίζουν– να προκρίνει ένα έργο σαν την «Ολυμπία» (βλ. κεντρική εικόνα) που «σήμανε το τέλος της ελληνικής παράδοσης» (και του ιταλικού ρομαντισμού); Ο Μαρξ μεγάλωσε αγαπώντας τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Πραξιτέλη, τον Ζεύξη και τις τέλειες αναλογίες τους.
Ο Nietzsche δεν αγαπά τη ζωγραφική και ομολογεί την αποστροφή που νιώθει προς την Ιταλία, ακριβώς εξαιτίας της ζωγραφικής της!
Ο Nietzsche δεν αγαπά τη ζωγραφική και ομολογεί την αποστροφή που νιώθει προς την Ιταλία ολόκληρη, ακριβώς εξαιτίας της ζωγραφικής της! Ξεχωρίζει, ωστόσο, συγκινημένος τον Γάλλο Claude Lorrain, μιας που τα βουκολικά του τοπία αποκαλύπτουν στον φιλόσοφο το μεγαλείο του τοπίου της Αρχαιότητας. Παραδομένος στις αντιφάσεις του, ο Νίτσε παθιάζεται με τον Wagner, τον οποίο στην συνέχεια λυσσασμένα απορρίπτει και φυσικά δεν παύει να οραματίζεται την αναστολή της κοινωνικής παρακμής με σχήματα που αντλεί από την αρχαιότητα: ο συνδυασμός της λογικής του Σωκράτη με τη μέθη του Διονύσου (ένας «Σωκράτης μουσικός») είναι η χιμαιρική θεραπεία που οραματίζεται.
Ο Freud ομολογεί –εν μέσω του μουσικού πανοράματος που προσφέρει η Βιέννη– πως δεν αντλεί καμία ευχαρίστηση από τη μουσική. Οι ηχηρές εικονοκλαστικές τάσεις του μοντερνισμού είναι γι' αυτόν απλοί ψίθυροι που δεν φτάνουν καν στ' αυτιά του. Το 1897, όταν γεννιέται η «Βιεννέζικη Απόσχιση» και δρουν μερικοί από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μετάβασης στον 20ο αιώνα όπως ο Klimt, ο Schiele, ο Kokoschka ή, στη μουσική, ο Schoenberg, την ίδια χρονιά ο Φρόυντ ανακαλύπτει όχι εκείνους αλλά τον Οιδίποδα! Ο ιμπρεσιονισμός, ο εξπρεσιονισμός, ο ντανταϊσμός και όλοι οι «ισμοί» της πρώτης αβανγκάρντ, αναπτύσσονται σε όλο το timeline της ζωής του πατέρα της ψυχανάλυσης κι όμως εκτοπίζονται εντελώς από το κυρίαρχο ενδιαφέρον του Φρόυντ για τα αιγυπτιακά γλυπτά και την αρχαία ελληνική τέχνη της δραματουργίας, με το γούστο του να φτάνει το πολύ μέχρι την Αναγέννηση.
Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Πώς εξηγείται αυτή η προτίμηση του φιλοσοφικού στοχασμού, εν προκειμένω τριών από τους πιο επιδραστικούς φιλοσόφους (και εν μέρει, ποιητές) της δυτικής σκέψης, στην τέχνη του απόμακρου παρελθόντος εις βάρος της σύγχρονής τους τέχνης; Επίσης, αν και εισηγητές της μοντερνικότητας και κήρυκες της μελλοντικής κατάπτωσης της δυτικής κουλτούρας, για ποιον λόγο είναι και οι τρεις νοσταλγοί της ελληνικής αρχαιότητας; Τι σημαίνει το ελληνικό πρότυπο για σύσσωμη τη δυτική φιλοσοφία και πώς ερμηνεύτηκε; (Θα επανέλθουμε σ' αυτό παρακάτω). Ακόμα, γιατί η αισθητική καθυστερεί τόσο πολύ να ασχοληθεί με τα νέα έργα και γιατί είναι συνήθως άτολμη μπροστά τους; Και φυσικά, τι πράγμα είναι η Αισθητική, σε τι διαχωρίζεται από την τέχνη και τι κληρονομεί από την αμφισημία της; Και το μέγα ερώτημα: η κριτική είναι συμβατή με την αισθητική απόλαυση; Με άλλα λόγια, όταν κάτι μας αρέσει, αυτό σημαίνει ότι είναι όντως ωραίο; Και τι μας σπρώχνει να βάλουμε το Ωραίο σε λόγια;
Αντίλογος στην ορθολογική γνώση
Ο Χιμένεθ βγάζει τα συμπεράσματά του για την αντιμετώπιση της αισθητικής ανά ιστορική περίοδο όχι μόνο μέσω αισθητικών κειμένων, αλλά και μελετώντας την επίδραση της γενικότερης φιλοσοφικής ατμόσφαιρας.
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα κάνουν την εμφάνισή τους, μαζί με την απόπειρα να απαντηθούν, στο βιβλίο Τι είναι η Αισθητική; του καθηγητή φιλοσοφίας της τέχνης του Πανεπιστημίου Paris I (Panthéon-Sorbonne) Marc Jimenez, γνωστού για το μεταφραστικό του έργο, για την ενασχόλησή του με τον Theodor Adorno και κυρίως με την «Αισθητική Θεωρία». Η μελέτη του Χιμένεθ, στην ωραία μετάφραση της Μαριλένας Καρρά και σε επιμέλεια της Γιούλης Ράπτη, κυκλοφορεί από τη σειρά «Η βιβλιοθήκη της τέχνης» των εκδόσεων Νεφέλη και έχει έκταση τριακοσίων σελίδων από τις οποίες τίποτε δεν λείπει ούτε και περισσεύει. Η δόμηση των κεφαλαίων βοηθά ιδιαίτερα τον αναγνώστη να ανακαλύψει ή να ξαναθυμηθεί τις αισθητικές θεωρίες που άσκησαν τη μεγαλύτερη γοητεία στη δυτική φιλοσοφία και βεβαίως στις επιλογές των ίδιων των καλλιτεχνών (ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, όταν η τέχνη έρχεται πιο κοντά στη φιλοσοφία). Από την ίδια σχεδόν δεξαμενή όπου αντλεί το υλικό του και ο Monroe C. Beardsley για την κλασική του Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών, αλλά περισσότερο ως αισθητικός παρά ως ιστορικός ο Χιμένεθ συλλέγει πληθώρα φιλοσοφικών θεωριών και τις αναδιατάσσει γύρω από τον ομφαλό του βιβλίου, δηλαδή το ερώτημα «τι είναι η αισθητική;» Με πιο ερμηνευτική διάθεση από τον Beardsley και με την πρόθεση να ξαναβάλει στη θέση τους κάποιους φιλοσόφους που έχουν ταρακουνηθεί αγρίως από τις διάφορες παρερμηνείες και υπερερμηνείες, κάνει τις επιλογές του και στέκεται στις θεωρίες που ξεχωρίζει ως σημαντικότερες για την καλλιέργεια του στοχασμού περί αισθητικής και, μέσω της αισθητικής, περί τέχνης και, μέσω της τέχνης, περί ζωής...
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Καρτέσιο, τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Μαρξ, τον Νίτσε, τον Φρόυντ –οι οποίοι λειτουργούν ως βάση για τις επερχόμενες θεωρίες που τους ανασκευάζουν, παρότι ορισμένοι αναφέρθηκαν σε αισθητικά ζητήματα ελάχιστα, όπως ο Μαρξ, ή και καθόλου, όπως ο Καρτέσιος– καθώς επίσης δίνεται έμφαση στους φιλοσόφους της κρίσιμης δεκαετίας του '30, όταν η αισθητική παίρνει την πολιτική στροφή της: τον Lukacs, τον Heidegger, τον Benjamin, τον Adorno και τον Marcuse. Ο Χιμένεθ βγάζει τα συμπεράσματά του για την αντιμετώπιση της αισθητικής ανά ιστορική περίοδο όχι μόνο μέσω αισθητικών κειμένων, αλλά και μελετώντας την επίδραση της γενικότερης φιλοσοφικής, θα λέγαμε, ατμόσφαιρας˙ του φιλοσοφικού τόνου κάθε εποχής. Έτσι, αποφεύγει να γράψει μια «ιστορία των θεωριών και των αξιωμάτων» και επιχειρεί να αναδείξει την «αξία της αισθητήριας, λεγόμενης κατώτερης, γνώσης» σε μια ιστορία-αντίλογο, παράλληλη με αυτή της ορθολογικότητας.
Η συνοχή των ρήξεων
Σε τέσσερα μέρη διακρίνει ο Χιμένεθ την καταγραφή αλλά και ερμηνεία των φιλοσοφικών τάσεων στην ιστορία της αισθητικής. Στα κεφάλαια «Η αισθητική αυτονομία», «Η ετερονομία της τέχνης», «Οι ρήξεις» και «Οι καμπές του 20ου αιώνα» ο συγγραφέας αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας, με την επικοινωνιακή, πεντακάθαρη (και αρκετά συμβατική) γραφή του, μια ταυτοχρόνως γραμμική και πολυπρισματική θέαση της ιστορίας της αισθητικής. Ας δούμε πώς η παιδαγωγικά ευκρινής μελέτη του Χιμένεθ εκτείνεται σε μήκος και πλάτος, καθώς ακολουθούμε τη διαδρομή του.
Λίγο αργότερα, έχοντας πλέον φτάσει στα μέσα του 18ου αιώνα, θα γίνουμε μάρτυρες των γάμων της Αισθητικής με τη Φιλοσοφία επί ίσοις όροις κι έπειτα θα επισκεφτούμε κι εμείς ως «πεφωτισμένοι αδαείς» το «Σαλόνι» του Diderot για να δούμε να γεννιέται η ίδια η έννοια της Κριτικής.
Η πορεία μας μέσα στο βιβλίο τηρεί μια χρονολογική συνέπεια, μιας που, με αφετηρία τον Μεσαίωνα, οδηγούμαστε από την κεντρική λωρίδα της Ιστορίας μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα (το βιβλίο κυκλοφόρησε από τον Gallimard το 1997), περνώντας στο μεταξύ από όλες τις προβλεπόμενες στάσεις: Από την μεσαιωνική εξάρτηση της τέχνης (κυρίως από τη θρησκεία) σύντομα περνάμε στον ανθρωπισμό της Αναγέννησης και τις πρώτες ξεκάθαρες ορμές της τέχνης και των δημιουργών προς την αυτονομία τους. Έπειτα, σταματάμε στην τεράστια πυκνοκατοικημένη πεδιάδα του Καρτεσιανισμού για να θαυμάσουμε τη στρατιά των επιγόνων του Descartes, που κραδαίνουν ως όπλο υπεράσπισης μιας «συνετής αισθητικής» το Σχέδιο (που νικάει το Χρώμα – στην προσπάθεια να αποδοθούν ορθολογικά χαρίσματα στη ζωγραφική) χωρίς να υποψιάζονται ότι η καρτεσιανή λογική θα διαστρεβλωθεί πλειστάκις ώστε να εξυπηρετήσει τον δογματισμό της εξουσίας. Παρακάτω θα σταματήσουμε πάλι για να παρακολουθήσουμε τον αγώνα μεταξύ Εμπειριστών και Ορθολογιστών, με τους επιδέξιους φυσιοκράτες του εμπειρισμού, Hobbes, Locke, Hume, Shaftesbury, Hutcheson, Codillac να κατατροπώνουν με δεξί κροσέ, που συνδυάζει την ιδιοφυΐα με το συναίσθημα, τους υπερ-σκεπτόμενους ρασιοναλιστές. (Όπως ξέρουμε, σε όλη την ιστορία της φιλοσοφίας, το δεξί και τ' αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μαλώνουν). Λίγο αργότερα, έχοντας πλέον φτάσει στα μέσα του 18ου αιώνα, θα γίνουμε μάρτυρες των γάμων της Αισθητικής με τη Φιλοσοφία επί ίσοις όροις (με την σύλληψη του όρου «Αισθητική» το 1750 από τον Baumgarten) κι έπειτα θα επισκεφτούμε κι εμείς ως «πεφωτισμένοι αδαείς» το «Σαλόνι» του Diderot για να δούμε να γεννιέται η ίδια η έννοια της Κριτικής. Και όλα αυτά προτού φτάσουμε στον Kant. Μεταβαίνοντας από τον Κριτικισμό στον Ρομαντισμό θα κάνουμε μια βαρκάδα στον ποταμό της καντιανής σκέψης, για να ακονίσουμε τα κριτήρια του καθαρού Λόγου και να ψαρέψουμε τις προϋποθέσεις του Ωραίου και της αισθητικής απόλαυσης, ώστε φτάνοντας με το καλό στο πιο Υψηλό σημείο να παρασυρθούμε από τον άγριο καταρράχτη, «αμελητέοι μπροστά στο πεπρωμένο μας», παρέα με τους προ-ρομαντικούς Schelling, Goethe, Novalis, Schiller, Jean Paul, όλοι μαζί στην Απόλυτη θάλασσα του Hegel, που εκτείνεται μέχρι «το τέλος της τέχνης».
Ανορθολογικός ορθολογισμός
Claude Lorrain, Τοπίο με τον Αινεία στη Δήλο (1972).
|
Κι αυτό είναι μόνο το πρώτο μέρος του ταξιδιού μας στις σελίδες του Jimenez, το οποίο αναπτύσσεται γύρω από τον θεματικό άξονα της αυτονόμησης της αισθητικής, που είναι «η επιστήμη της αισθητήριας γνώσης και αναπαράστασης». Η εγκαθίδρυση της Αισθητικής ως νέου επιστημονικού κλάδου θεωρείται μείζον συμβάν στην ιστορία της δυτικής σκέψης. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την τεταμένη σχέση της επιστήμης με την αισθητική, ιδίως στις αρχές του 18ου αι. και μέχρι την επισημοποίηση της σχέσης των δύο (με κουμπάρο τον Baumgarten, όπως είπαμε)˙ μια σχέση που στην ουσία αναπαριστά τη δυσκολία να συμφιλιωθεί η αισθησιακότητα και η φαντασία με την ορθολογική γνώση. Η εξέλιξη του αισθητικού λόγου λοιπόν δείχνει να εμποδίζεται. Όμως, από τι; Από το παρακάτω οξύμωρο: Το αισθητό και το νοητό είναι ταυτοχρόνως πολύ μακρινά και πολύ κοντινά μεταξύ τους. «Μια αισθητική –επιστήμη ή φιλοσοφία– δεν μπορεί να οριστεί παρά μόνο στο πλαίσιο της απόστασης η οποία χωρίζει τον ορθό λόγο από εκείνο που δεν είναι ορθός λόγος» γράφει ο Χιμένεθ και παρότι ο Καρτέσιος μας βοήθησε να καταλάβουμε τι είναι ορθός λόγος, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ορίσουμε την άλλη άκρη. Το τι βρίσκεται στην άλλη άκρη του ορθού λόγου παραμένει δυσπερίγραπτο. Επιπλέον (κι εδώ είναι η αντίφαση), αν αποφασίσουμε να εκλάβουμε τον «τομέα του αισθητού» ως μια περιοχή εξίσου ορθολογική με το δήθεν αντίθετό της, θα πέσουμε στην παγίδα να εξορθολογίσουμε «αυτό που ξεγλιστρά από τα διάκενα της λογικής, όπως η αισθητική προτίμηση ή η χάρη». Και ο συγγραφέας συμπληρώνει, επικεντρωμένος στην προ-καντιανή εποχή κι ωστόσο, θέλοντας και μη, με μια χροιά διαχρονικότητας: «πρέπει σίγουρα να βρούμε την κατάλληλη απόσταση ανάμεσα σε μια λογική που δεν καταπατά την ευαισθησία και σε μια σφαίρα του αισθητού που δεν καταποντίζεται στο άλογο». Τελικά χωράει πουθενά η αισθητική; Φαίνεται πως η αισθητική κληρονομεί την αμφισημία της τέχνης, μας λέει ο Χιμένεθ: είναι μια ορθολογική δραστηριότητα, η οποία είναι μη εξηγήσιμη ορθολογικά.
Το τέλος του αρχαίου κόσμου
Τα τρία τελευταία μέρη του βιβλίου αποτελούν το δεύτερο μισό του. Ο Χιμένεθ μας συστήνει στην ετερονομία της τέχνης, την οποία ερευνά η αυτόνομη αισθητική αναλύοντας τις σχέσεις της τέχνης με άλλες εκφάνσεις της κουλτούρας. Στρέφοντας το βλέμμα στην αρχαία Ελλάδα βγάζει το συμπέρασμα ότι η μετάβαση στη νεωτερικότητα απαιτούσε μια γενναία απομάκρυνση από τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Οι δύο πιο επιδραστικοί φιλόσοφοι όλων των εποχών επιφόρτισαν την τέχνη με πολιτικό και παιδαγωγικό καθήκον. Ασφαλώς ο Πλάτων έχει τα πρωτεία, καθώς επιθυμεί ξεκάθαρα να υποτάξει την τέχνη στην εξουσία, όμως και ο Αριστοτέλης, παρότι υπερασπίζεται τις «τέχνες της φαινομενικότητας» που έχουν απαξιωθεί από τον δάσκαλό του και συνδέει τη έννοια «απόλαυση» με την τέχνη, κι αυτός με τη σειρά του, μέσω της «ψυχαναλυτικής» λειτουργίας της κάθαρσης που προκρίνει, επιθυμεί να εξαγνίσει, να εκπαιδεύσει και να κινητοποιήσει έναν λαό. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Χιμένεθ, όλη η ιστορία της θεωρίας της τέχνης και της αισθητικής μέχρι τον Νίτσε είναι μια συνέχεια από παραλλαγές στον Πλάτωνα! Καθώς επίσης, η αριστοτελική ιδέα της μίμησης, από κάποια στιγμή και μετά, αποκτά δογματικές διαστάσεις που φτάνουν μέχρι τον 19ο αιώνα. Οι φιλόσοφοι μπορεί να είναι αθώοι, όμως οι παραδόσεις που τους ακολουθούν έχουν την τάση να τους απλοποιούν και να τους κρίνουν με ηθικοπλαστική διάθεση. Πάντως, όσο κοντεύει η νεωτερικότητα, τόσο ξεμακραίνει η μεταφυσική αντίληψη για ένα ιδεώδες, αναλλοίωτο Ωραίο.
Οι θεοί αποχωρούν
Και τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, εμφανίζεται ο Νίτσε. Και ο Μαρξ. Και βεβαίως, ο Φρόυντ. Οι τρεις δοξασμένοι κύριοι, με τους οποίους –όχι τυχαία– ξεκίνησε κι αυτό το άρθρο, προσπαθώντας να εξηγήσουν τους ασυνείδητους μηχανισμούς της «προόδου» του κόσμου, ανατρέχουν μεν στην ιστορία, ως ανασκαφείς, δύσπιστοι προς την αισθητική και προς κάθε σύγχρονη τέχνη, αλλά καθώς αντιστέκονται στην μοντερνικότητα ταυτοχρόνως την αναγγέλλουν... Κι εκείνη έρχεται, καθρεφτιζόμενη αρχικά στο πρόσωπο του Baudelaire, που σηματοδοτεί την αρχή των ξεκάθαρων ρήξεων και το τέλος του δογματισμού˙ ένας ιδιοφυής είρων μεταξύ Ρομαντισμού και Μοντερνισμού. Καθώς «οι θεοί αποχωρούν από τη μοντέρνα ζωγραφική», όπως δηλώνει κάποιος κριτικός στην Παγκόσμια Έκθεση του 1855, αρχίζει η δίνη των διαδοχικών πρωτοποριών και των αλλεπάλληλων μανιφέστων της avant-garde, μέσα στην οποία παρασύρεται και ο αισθητικός λόγος. Με χρονική καθυστέρηση η φιλοσοφική ερμηνεία παρεμβαίνει για «να απαντήσει στον αιφνίδιο χαρακτήρα των καινοτομιών». Ο Croce σε ξιφομαχία με τον Wölfflin ανατρέπει την ιδέα του τελευταίου ότι κάθε εποχή έχει το συνολικό καλλιτεχνικό της ύφος, καθώς και ότι μορφή και περιεχόμενο διαχωρίζονται˙ δίνει λοιπόν το προβάδισμα στο «μεμονωμένο έργο» και στην ένωση μορφής και περιεχομένου σε μια και μόνη συσκευασία. Την ίδια συσκευασία θα χρησιμοποιήσει αργότερα ο μέγας φορμαλιστής κριτικός Clement Greenberg. Όλα οδηγούν σταδιακά προς το τέλος της μεταφυσικής και την απομόνωση των καλλιτεχνών στο προσωπικό του καθενός μανιφέστο. Ο καλλιτέχνης γίνεται ο θεωρητικός του εαυτού του.
Πολιτική και αισθητική
Ο Χάιντεγγερ και ο Λούκατς, εναντίον της μοντέρνας τέχνης, αναπολούν και οι δύο την επιστροφή στη χαμένη ολότητα πριν χωριστούν από τις «ολοκληρωτικές» πολιτικές τους διαφορές˙ ο Μπένγιαμιν, ο Μαρκούζε και ο Αντόρνο, υπέρ της μοντέρνας τέχνης, προσπαθούν να συλλάβουν τις όψεις του μοντέρνου και ελπίζουν στην ανατρεπτικότητα της τέχνης.
Πριν κλείσει την σφαιρική του μελέτη, ο Χιμένεθ μάς περνάει απ' τη φαρδιά σήραγγα μεταξύ σοβιετικής επανάστασης και ανόδου του φασισμού, όπου οι στοχαστές του '30, γαλουχημένοι με γερμανικό ιδεαλισμό, προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν μια θεωρία αντίστασης στην αλλοτρίωση του καπιταλισμού. Ο Χάιντεγγερ και ο Λούκατς, εναντίον της μοντέρνας τέχνης, αναπολούν και οι δύο την επιστροφή στη χαμένη ολότητα πριν χωριστούν από τις «ολοκληρωτικές» πολιτικές τους διαφορές˙ ο Μπένγιαμιν, ο Μαρκούζε και ο Αντόρνο, υπέρ της μοντέρνας τέχνης, προσπαθούν να συλλάβουν τις όψεις του μοντέρνου και ελπίζουν στην ανατρεπτικότητα της τέχνης. Με τη σταδιακή μετάβαση στη δεκαετία του '60 και μετά, η αισθητική αφήνει κατά μέρος την πολιτική και πιάνει να ασχολείται με την πρόσληψη της τέχνης από το κοινό (Jauss), με την επικοινωνιακότητα των ΜΜΕ (Habermas), με την ανάλυση της γλώσσας (Goodman) και με την ερμηνεία του ενημερωμένου θεατή που μεταμορφώνει ακόμα και την κοινοτοπία σε τέχνη (Danto). Το περίφημο Μεταμοντέρνο είναι πλέον εδώ και όλα δείχνουν να είναι σε κρίση!
Κάθε εποχή και τα εμπόδιά της, ασφαλώς. Ο προβληματισμός του συγγραφέα εκδηλώνεται από τον πρόλογο και διατρέχει όλο του πόνημα˙ τι πάει στραβά με την αισθητική ως επιστήμη, ποιος είναι ο ρόλος της και τι μπορεί να προσφέρει στην τέχνη και την κοινωνία. Ο Χιμένεθ μας δίνει πρόσβαση σε μια συνεπή και ενδιαφέρουσα αναμέτρηση με το επιστημονικό του αντικείμενο, καθώς αναρωτιέται «προς τι η ανυποληψία της αισθητικής;» παλιότερα και σήμερα. Επιθυμεί να σβήσει τις ρυτίδες της επιστήμης του – να την ανανεώσει. Για να προσεγγίσει το ζήτημα, εξετάζει την εξάρτηση της αισθητικής από την εκάστοτε κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, για να καταλήξει ότι απόλυτη αυτονομία δεν έχει υπάρξει ποτέ, αλλά στο βαθμό που επιτυγχάνεται μια μερική αυτονομία της αισθητικής, αυτή μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την ετερονομία της τέχνης. Τέχνη και Αισθητική φυσικά δεν πρέπει να συγχέονται, παρότι συγγενεύουν. Η κρίση νομιμοποίησης της τέχνης μετά τα μέσα του 20ου αιώνα είναι εκείνη που ενεργοποιεί τον στοχασμό για την τέχνη και την αναζήτηση νέων κριτηρίων, κατάλληλων για την άσκηση της κριτικής διαδικασίας.
Το στοίχημα
Όπως γράφει ο Χιμένεθ, πάντα κάθε νεωτερικότητα δίνει την εντύπωση ότι εξελίσσεται σε μια άνευ προηγουμένου εποχή κρίσης. Αντίσταση, κρίση, ρήξη και μετά αποδοχή. Και πάλι αντίσταση, κρίση, πάλι ρήξη και πάλι αποδοχή. Και πάλι αντίσταση. Σήμερα «η αισθητική δέχεται το στοίχημα να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες απαιτήσεις όσον αφορά την ερμηνεία, την αποσαφήνιση και το νόημα˙ να καταδείξει ότι το να κυκλοφορεί κάποιος στα θελκτικά πάρκα της κουλτούρας είναι ευχάριστο, αλλά πως είναι σημαντικότερο να κυκλοφορεί η κουλτούρα μέσα στον καθένα από εμάς».
Σήμερα που η Θεωρία έχει καθίσει στο κεφάλι της Τέχνης, βράχος και στέμμα μαζί, ο Χιμένεθ με ήρεμες κινήσεις μετακινεί την Αισθητική δίπλα στην Τέχνη, για μια φιλική συζήτηση τετ-α-τετ.
* Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ είναι συγγραφέας και κριτικός τέχνης.
Marc Jimenez
Μτφρ. Μαριλένα Καρρά
Επιμ. Γιούλη Ράπτη
Νεφέλη 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου